Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσελκύω (ρήμα) - (παρόμοια:
προσευχή
)
Συνώνυμα
ελκύω
μαγνητίζω
γοητεύω
3
Αντώνυμα
απωθώ
απομακρύνω
αποτρέπω
3
Ορισμός
Επισπώ την προσοχή ή το ενδιαφέρον κάποιου.
Ελκύω κάποιον ή κάτι προς εμένα με μαγνητική ή άλλη δύναμη.
2
Παραδείγματα
Η ομορφιά της παραλίας προσελκύει πολλούς τουρίστες κάθε χρόνο.
Ο νέος επιστημονικός εφευρέτης προσελκύει το ενδιαφέρον των επενδυτών.
2