1. Λέξη
    προσελκύω (ρήμα) - (παρόμοια: προσευχή)
  2. Συνώνυμα
    • ελκύω
    • μαγνητίζω
    • γοητεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • απωθώ
    • απομακρύνω
    • αποτρέπω
    3
  4. Ορισμός
    • Επισπώ την προσοχή ή το ενδιαφέρον κάποιου.
    • Ελκύω κάποιον ή κάτι προς εμένα με μαγνητική ή άλλη δύναμη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ομορφιά της παραλίας προσελκύει πολλούς τουρίστες κάθε χρόνο.
    • Ο νέος επιστημονικός εφευρέτης προσελκύει το ενδιαφέρον των επενδυτών.
    2