1. Λέξη
    προσευχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προσευχηθώ - προσοχή - προσελκύω)
  2. Συνώνυμα
    • δέηση
    • ικεσία
    • ευχή
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατάρα
    • βλασφημία
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή η διαδικασία της επικοινωνίας με μια θεότητα ή έναν υπερφυσικό οντότητα, συνήθως με τη μορφή αιτήματος, ευχαριστίας ή λατρείας.
    • Ένα κείμενο ή μια φράση που χρησιμοποιείται σε τέτοιες ενέργειες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Κάθε βράδυ κάνει προσευχή πριν κοιμηθεί.
    • Η προσευχή του Κυρίου είναι γνωστή και ως «Πάτερ ημών».
    2