1. Λέξη
    προσκαλώ (ρήμα) - (παρόμοια: προκαλώ - προσκαλέσω)
  2. Συνώνυμα
    • καλώ
    • επιδοκώ
    • προσκαλώ
    • καθιστώ
    • ζητώ
    5
  3. Αντώνυμα
    • αποτρέπω
    • αποθαρρύνω
    • απομακρύνω
    • απορρίπτω
    4
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάποιον να έρθει σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή να συμμετάσχει σε μια δραστηριότητα.
    • Ενθαρρύνω κάποιον να κάνει κάτι.
    • Επισκέπτομαι κάποιον με ευγενικό τρόπο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Τους προσκάλεσα για δείπνο στο σπίτι μου.
    • Ο δάσκαλος προσκάλεσε τους μαθητές να συμμετάσχουν στη συζήτηση.
    • Οι γείτονές μας μας προσκάλεσαν για έναν καφέ.
    3