Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσκαλώ (ρήμα) - (παρόμοια:
προκαλώ
-
προσκαλέσω
)
Συνώνυμα
καλώ
επιδοκώ
προσκαλώ
καθιστώ
ζητώ
5
Αντώνυμα
αποτρέπω
αποθαρρύνω
απομακρύνω
απορρίπτω
4
Ορισμός
Κάνω κάποιον να έρθει σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή να συμμετάσχει σε μια δραστηριότητα.
Ενθαρρύνω κάποιον να κάνει κάτι.
Επισκέπτομαι κάποιον με ευγενικό τρόπο.
3
Παραδείγματα
Τους προσκάλεσα για δείπνο στο σπίτι μου.
Ο δάσκαλος προσκάλεσε τους μαθητές να συμμετάσχουν στη συζήτηση.
Οι γείτονές μας μας προσκάλεσαν για έναν καφέ.
3