Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προκαλώ (ρήμα) - (παρόμοια:
προσκαλώ
-
προκαλούν
-
προκαλέσω
-
προκαλέσουμε
)
Συνώνυμα
εμπνέω
προξενώ
προκαλώ
εγείρω
4
Αντώνυμα
αποτρέπω
καθησυχάζω
εξομαλύνω
3
Ορισμός
Να προκαλώ κάτι σημαίνει να το προξενήσω ή να το προκαλέσω, είτε πρόκειται για μια κατάσταση, μια αντίδραση ή μια συμπεριφορά.
Να προκαλώ μπορεί επίσης να σημαίνει να προκαλώ κάποιον σε μάχη ή σε αντιπαράθεση.
2
Παραδείγματα
Η απάντησή του προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από το κοινό.
Οι πράξεις του προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση στην κοινότητα.
2