1. Λέξη
    προκαλώ (ρήμα) - (παρόμοια: προσκαλώ - προκαλούν - προκαλέσω - προκαλέσουμε)
  2. Συνώνυμα
    • εμπνέω
    • προξενώ
    • προκαλώ
    • εγείρω
    4
  3. Αντώνυμα
    • αποτρέπω
    • καθησυχάζω
    • εξομαλύνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να προκαλώ κάτι σημαίνει να το προξενήσω ή να το προκαλέσω, είτε πρόκειται για μια κατάσταση, μια αντίδραση ή μια συμπεριφορά.
    • Να προκαλώ μπορεί επίσης να σημαίνει να προκαλώ κάποιον σε μάχη ή σε αντιπαράθεση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η απάντησή του προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από το κοινό.
    • Οι πράξεις του προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση στην κοινότητα.
    2