Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσκυνητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προπονητής
-
προωθητής
)
Συνώνυμα
θαυμαστής
λατρευτής
ακόλουθος
3
Αντώνυμα
αποστάτης
αντιμαχόμενος
εχθρός
3
Ορισμός
Πρόσωπο που προσκυνά ή λατρεύει κάποιον ή κάτι.
Πιστός που επισκέπτεται ιερά μέρη για λατρευτικούς σκοπούς.
2
Παραδείγματα
Ο προσκυνητής ταξίδεψε στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει.
Πολλοί προσκυνητές επισκέπτονται την Τήνο κάθε χρόνο.
2