1. Λέξη
    προσκυνητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προπονητής - προωθητής)
  2. Συνώνυμα
    • θαυμαστής
    • λατρευτής
    • ακόλουθος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποστάτης
    • αντιμαχόμενος
    • εχθρός
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που προσκυνά ή λατρεύει κάποιον ή κάτι.
    • Πιστός που επισκέπτεται ιερά μέρη για λατρευτικούς σκοπούς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο προσκυνητής ταξίδεψε στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει.
    • Πολλοί προσκυνητές επισκέπτονται την Τήνο κάθε χρόνο.
    2