Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προωθητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προωθώ
-
προπονητής
-
προσκυνητής
-
προωθήσω
)
Συνώνυμα
ώθηση
προπέλα
προωστικός μηχανισμός
3
Αντώνυμα
φρένο
εμπόδιο
αναστολέας
3
Ορισμός
Μηχανισμός ή συσκευή που παρέχει ώθηση για την κίνηση ενός οχήματος ή αντικειμένου.
Πρόσωπο ή οντότητα που προωθεί μια ιδέα, ένα έργο ή μια δράση.
2
Παραδείγματα
Ο προωθητής του πυραύλου εξασφαλίζει την επαρκή ώθηση για την απογείωση.
Ο πρόεδρος της εταιρείας ήταν ο κύριος προωθητής της νέας πολιτικής.
2