1. Λέξη
    προσωπείο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προσωπικό - προσωπικός)
  2. Συνώνυμα
    • μάσκα
    • έκφραση
    • προσποίηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αληθινή όψη
    • φυσική έκφραση
    2
  4. Ορισμός
    • Ένα αντικείμενο που φοριέται στο πρόσωπο για να καλύψει ή να μεταμορφώσει την εμφάνιση.
    • Μια προσποιητή συμπεριφορά ή στάση που κρύβει την πραγματική φύση ή τα συναισθήματα κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Φόρεσε ένα προσωπείο στο πάρτι για να μην τον αναγνωρίσουν.
    • Χρησιμοποιεί το γέλιο του ως προσωπείο για να κρύψει τη θλίψη του.
    2