Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσωπικός (επίθετο) - (παρόμοια:
προσωπικό
-
προσωπικότητα
-
προσεχτικός
-
προσεκτικός
-
προσθετικός
-
προσβλητικός
-
προσωπείο
-
προσωρινός
-
προεδρικός
-
προφορικός
-
προστατευτικός
-
προληπτικός
-
προκλητικός
)
Συνώνυμα
ατομικός
ιδιωτικός
ιδιαίτερος
3
Αντώνυμα
κοινός
δημόσιος
γενικός
3
Ορισμός
Αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε ένα συγκεκριμένο άτομο.
Αυτός που γίνεται από πρόσωπο σε πρόσωπο, χωρίς την παρέμβαση τρίτων.
2
Παραδείγματα
Η προσωπική μου άποψη διαφέρει από τη δική σου.
Πήρα μια προσωπική ανάθεση από τον διευθυντή.
2