Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προτεραιότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ακεραιότητα
-
ποιότητα
)
Συνώνυμα
προβάδισμα
προτεραιότητα
προτεραιότητα
3
Αντώνυμα
καθυστέρηση
υστέρηση
αναβολή
3
Ορισμός
Η ιδιότητα ή η κατάσταση του να είναι κάτι πιο σημαντικό ή επείγον από κάτι άλλο.
Η δικαίωση ή η προνομιακή θέση που έχει κάποιος σε σχέση με άλλους.
2
Παραδείγματα
Η προτεραιότητα σε αυτή την περίπτωση δίνεται στην υγεία των πολιτών.
Οι ηλικιωμένοι έχουν προτεραιότητα στις ουρές των δημοσίων υπηρεσιών.
2