Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακεραιότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προτεραιότητα
-
αρχαιότητα
-
αβεβαιότητα
-
αγιότητα
-
αναγκαιότητα
-
αθλιότητα
-
βιαιότητα
-
αγριότητα
-
ματαιότητα
-
βεβαιότητα
-
αιωνιότητα
)
Συνώνυμα
αγνότητα
αμόλυνση
αδιαφθορά
αθωότητα
4
Αντώνυμα
διαφθορά
μολυσματικότητα
ενοχή
ατιμωρησία
4
Ορισμός
Η ιδιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι αμόλυντο, αγνό και αδιαφθαρμένο.
Η κατάσταση του να μην έχει υποστεί βλάβη ή αλλοίωση.
Η ηθική καθαρότητα και η ειλικρίνεια.
3
Παραδείγματα
Η ακεραιότητα του χαρακτήρα του τον έκανε να διακρίνεται.
Η ακεραιότητα των δεδομένων είναι κρίσιμη για την έρευνα.
Ο δικαστής διατήρησε την ακεραιότητά του παρά τις πιέσεις.
3