1. Συνώνυμα
    • αγνότητα
    • αμόλυνση
    • αδιαφθορά
    • αθωότητα
    4
  2. Αντώνυμα
    • διαφθορά
    • μολυσματικότητα
    • ενοχή
    • ατιμωρησία
    4
  3. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι αμόλυντο, αγνό και αδιαφθαρμένο.
    • Η κατάσταση του να μην έχει υποστεί βλάβη ή αλλοίωση.
    • Η ηθική καθαρότητα και η ειλικρίνεια.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η ακεραιότητα του χαρακτήρα του τον έκανε να διακρίνεται.
    • Η ακεραιότητα των δεδομένων είναι κρίσιμη για την έρευνα.
    • Ο δικαστής διατήρησε την ακεραιότητά του παρά τις πιέσεις.
    3