Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προτιμώ (ρήμα) - (παρόμοια:
προτιμάω
-
προτιμότερος
)
Συνώνυμα
εκλέγω
διαλέγω
επιλέγω
3
Αντώνυμα
απορρίπτω
αποδοκιμάζω
2
Ορισμός
Επιλέγω κάτι ή κάποιον αντί για κάτι άλλο, συνήθως λόγω προσωπικής προτίμησης ή κρίσης.
Δίνω προτεραιότητα σε κάτι ή κάποιον.
2
Παραδείγματα
Προτιμώ να πάω διακοπές στο βουνό παρά στην θάλασσα.
Προτιμώ τον καφέ μου χωρίς ζάχαρη.
2