Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προτιμάω (ρήμα) - (παρόμοια:
προτιμώ
-
προτιμότερος
-
τιμάω
)
Συνώνυμα
εκλέγω
διαλέγω
επιλέγω
3
Αντώνυμα
απορρίπτω
αποφεύγω
αποδοκιμάζω
3
Ορισμός
Να δείχνω μεγαλύτερη προτίμηση ή επιλογή για κάτι έναντι κάποιου άλλου.
Να επιλέγω κάτι ως καλύτερο ή πιο επιθυμητό.
2
Παραδείγματα
Προτιμάω το τσάι από τον καφέ το πρωί.
Προτιμάω να περπατάω παρά να οδηγώ.
2