Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προφήτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προδότης
-
προστάτης
)
Συνώνυμα
μαντείο
θείο στόμα
θεσπίζων
3
Αντώνυμα
αθεϊστής
άπιστος
2
Ορισμός
Αυτός που μιλάει εκ μέρους θεού ή δίνει προφητείες.
Αυτός που προβλέπει το μέλλον.
Αυτός που κηρύτει ή προαναγγέλλει κάτι.
3
Παραδείγματα
Ο Ησαΐας ήταν ένας σημαντικός προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης.
Ο προφήτης προείδε την καταστροφή της πόλης.
Σε πολλές θρησκείες, οι προφήτες έχουν κεντρικό ρόλο.
3