1. Λέξη
    προφήτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προδότης - προστάτης)
  2. Συνώνυμα
    • μαντείο
    • θείο στόμα
    • θεσπίζων
    3
  3. Αντώνυμα
    • αθεϊστής
    • άπιστος
    2
  4. Ορισμός
    • Αυτός που μιλάει εκ μέρους θεού ή δίνει προφητείες.
    • Αυτός που προβλέπει το μέλλον.
    • Αυτός που κηρύτει ή προαναγγέλλει κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο Ησαΐας ήταν ένας σημαντικός προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης.
    • Ο προφήτης προείδε την καταστροφή της πόλης.
    • Σε πολλές θρησκείες, οι προφήτες έχουν κεντρικό ρόλο.
    3