Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προφανής (επίθετο) - (παρόμοια:
πρωτοφανής
-
προφανώς
)
Συνώνυμα
εμφανής
φανερός
απολύτως σαφής
3
Αντώνυμα
ασαφής
αδιευκρίνιστος
αόριστος
3
Ορισμός
Είναι κάτι που είναι εύκολα αντιληπτό ή κατανοητό.
Που δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την ύπαρξή του ή την αλήθειά του.
2
Παραδείγματα
Η απάντηση ήταν προφανής από την αρχή.
Είναι προφανές ότι δεν ήξερε την αλήθεια.
2