1. Λέξη
    προφανής (επίθετο) - (παρόμοια: πρωτοφανής - προφανώς)
  2. Συνώνυμα
    • εμφανής
    • φανερός
    • απολύτως σαφής
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασαφής
    • αδιευκρίνιστος
    • αόριστος
    3
  4. Ορισμός
    • Είναι κάτι που είναι εύκολα αντιληπτό ή κατανοητό.
    • Που δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την ύπαρξή του ή την αλήθειά του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η απάντηση ήταν προφανής από την αρχή.
    • Είναι προφανές ότι δεν ήξερε την αλήθεια.
    2