Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρωτοφανής (επίθετο) - (παρόμοια:
προφανής
-
πρωτοετής
)
Συνώνυμα
ασυνήθιστος
ασυνήθης
ξεχωριστός
μοναδικός
4
Αντώνυμα
συνηθισμένος
κοινός
συνήθης
τυπικός
4
Ορισμός
Που εμφανίζεται για πρώτη φορά και δεν έχει ξαναδει κανείς κάτι παρόμοιο.
Που ξεχωρίζει για τη μοναδικότητα ή τη σπανιότητά του.
2
Παραδείγματα
Η ανακάλυψη του νέου είδους ήταν πρωτοφανής για την επιστημονική κοινότητα.
Έκανε μια πρωτοφανή προσφορά που έκπληξε όλους.
2