1. Λέξη
    πρωτοφανής (επίθετο) - (παρόμοια: προφανής - πρωτοετής)
  2. Συνώνυμα
    • ασυνήθιστος
    • ασυνήθης
    • ξεχωριστός
    • μοναδικός
    4
  3. Αντώνυμα
    • συνηθισμένος
    • κοινός
    • συνήθης
    • τυπικός
    4
  4. Ορισμός
    • Που εμφανίζεται για πρώτη φορά και δεν έχει ξαναδει κανείς κάτι παρόμοιο.
    • Που ξεχωρίζει για τη μοναδικότητα ή τη σπανιότητά του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ανακάλυψη του νέου είδους ήταν πρωτοφανής για την επιστημονική κοινότητα.
    • Έκανε μια πρωτοφανή προσφορά που έκπληξε όλους.
    2