Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προφυλακτήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προφυλακτικό
)
Συνώνυμα
προστατευτικό
ασπίδα
προφύλαξη
3
Αντώνυμα
εκτίμηση
απειλή
κίνδυνος
3
Ορισμός
Μια συσκευή ή δομή που χρησιμοποιείται για την προστασία από ζημιές ή κινδύνους.
Κάτι που λειτουργεί ως φραγμός ή προστασία.
2
Παραδείγματα
Ο προφυλακτήρας του αυτοκινήτου προστατεύει το μπροστινό μέρος από ζημιές.
Φόρεσε προφυλακτήρες για να προστατευτεί κατά της πτώσης.
2