1. Λέξη
    προφυλακτήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προφυλακτικό)
  2. Συνώνυμα
    • προστατευτικό
    • ασπίδα
    • προφύλαξη
    3
  3. Αντώνυμα
    • εκτίμηση
    • απειλή
    • κίνδυνος
    3
  4. Ορισμός
    • Μια συσκευή ή δομή που χρησιμοποιείται για την προστασία από ζημιές ή κινδύνους.
    • Κάτι που λειτουργεί ως φραγμός ή προστασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο προφυλακτήρας του αυτοκινήτου προστατεύει το μπροστινό μέρος από ζημιές.
    • Φόρεσε προφυλακτήρες για να προστατευτεί κατά της πτώσης.
    2