Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προφυλακτικό (επίθετο) - (παρόμοια:
προφυλακτήρας
-
μαλακτικό
-
πρακτικός
)
Συνώνυμα
προληπτικό
προστατευτικό
2
Αντώνυμα
επιθετικό
απρόσεκτο
2
Ορισμός
που σχετίζεται με την πρόληψη ή την προστασία από πιθανά προβλήματα ή κινδύνους
που χρησιμοποιείται για την αποφυγή ανεπιθύμητων καταστάσεων ή συμβάντων
2
Παραδείγματα
Η χρήση προφυλακτικών μέτρων είναι απαραίτητη για την αποφυγή ατυχημάτων.
Το προφυλακτικό φάρμακο βοήθησε στην πρόληψη της εξάπλωσης της ασθένειας.
2