1. Λέξη
    προφυλακτικό (επίθετο) - (παρόμοια: προφυλακτήρας - μαλακτικό - πρακτικός)
  2. Συνώνυμα
    • προληπτικό
    • προστατευτικό
    2
  3. Αντώνυμα
    • επιθετικό
    • απρόσεκτο
    2
  4. Ορισμός
    • που σχετίζεται με την πρόληψη ή την προστασία από πιθανά προβλήματα ή κινδύνους
    • που χρησιμοποιείται για την αποφυγή ανεπιθύμητων καταστάσεων ή συμβάντων
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η χρήση προφυλακτικών μέτρων είναι απαραίτητη για την αποφυγή ατυχημάτων.
    • Το προφυλακτικό φάρμακο βοήθησε στην πρόληψη της εξάπλωσης της ασθένειας.
    2