1. Λέξη
    προχωρήσεις (ρήμα) - (παρόμοια: προχωρήσω - προκλήσεις - προχωρώ - προχωράω)
  2. Συνώνυμα
    • προοδεύσεις
    • εξελιχθείς
    • προσχωρήσεις
    3
  3. Αντώνυμα
    • οπισθοχωρήσεις
    • σταματήσεις
    • παραμείνεις
    3
  4. Ορισμός
    • Να κινηθείς προς τα εμπρός, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά.
    • Να κάνεις πρόοδο σε κάποια δραστηριότητα ή κατάσταση.
    • Να συνεχίσεις μετά από μια παύση ή δυσκολία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αν προχωρήσεις λίγο ακόμα, θα φτάσεις στον προορισμό σου.
    • Μόλις προχωρήσεις με τις σπουδές σου, θα έχεις περισσότερες ευκαιρίες.
    • Πρέπει να προχωρήσεις από αυτήν την αποτυχία και να συνεχίσεις.
    3