Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προχωρήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
προχωρήσεις
-
προχωρώ
-
προχωράω
-
υποχωρήσω
-
προωθήσω
-
προχωρημένος
)
Συνώνυμα
προοδεύσω
προσχωρήσω
προβώ
3
Αντώνυμα
υποχωρήσω
σταματήσω
αναστέλλω
3
Ορισμός
Να κινηθώ προς τα εμπρός.
Να προχωρήσω σε μια ενέργεια ή διαδικασία.
2
Παραδείγματα
Αφού τελείωσε την εργασία του, προχώρησε στο επόμενο βήμα.
Προχώρησα στην εφαρμογή του σχεδίου χωρίς καθυστερήσεις.
2