1. Λέξη
    προϊστάμενος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προηγούμενος - ιπτάμενος)
  2. Συνώνυμα
    • επικεφαλής
    • διευθυντής
    • αρχηγός
    • ηγέτης
    4
  3. Αντώνυμα
    • υφιστάμενος
    • υπάλληλος
    • ακόλουθος
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που προΐσταται μιας υπηρεσίας ή οργανισμού και έχει την ευθύνη της λειτουργίας του.
    • Αρχηγός ή επικεφαλής μιας ομάδας ή οργάνωσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο προϊστάμενος του τμήματος έδωσε οδηγίες για τη νέα εργασία.
    • Ο προϊστάμενος της εταιρείας συναντήθηκε με τους υπαλλήλους για να συζητήσει τα νέα μέτρα.
    2