Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προϋπόθεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πρόθεση
-
προδιάθεση
-
υπόθεση
)
Συνώνυμα
προαπαιτούμενο
προδιαθετικό
προϋπόθεση
3
Αντώνυμα
αποτέλεσμα
συνέπεια
2
Ορισμός
Κάτι που πρέπει να συμβεί ή να υπάρχει πριν από κάτι άλλο.
Μια συνθήκη που πρέπει να ικανοποιηθεί πριν από την εκτέλεση μιας ενέργειας.
2
Παραδείγματα
Η γνώση της αγγλικής γλώσσας είναι προϋπόθεση για αυτή τη θέση εργασίας.
Η ολοκλήρωση του πρώτου έτους είναι προϋπόθεση για την εγγραφή στο δεύτερο έτος.
2