Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρωτοβουλία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πρωτοτυπία
-
πρωτοβλέπω
)
Συνώνυμα
ενέργεια
προσπάθεια
κίνητρο
3
Αντώνυμα
αδράνεια
απραξία
παθητικότητα
3
Ορισμός
Η ικανότητα να αναλαμβάνει κανείς δράση χωρίς να τον προτρέπει κάποιος άλλος.
Η πρώτη κίνηση ή η αρχική ενέργεια σε μια διαδικασία ή ένα γεγονός.
2
Παραδείγματα
Η πρωτοβουλία του διευθυντή οδήγησε στην επιτυχία του έργου.
Χρειάζεται πρωτοβουλία για να ξεκινήσει η αλλαγή.
2