1. Λέξη
    πρωτοβουλία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πρωτοτυπία - πρωτοβλέπω)
  2. Συνώνυμα
    • ενέργεια
    • προσπάθεια
    • κίνητρο
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδράνεια
    • απραξία
    • παθητικότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η ικανότητα να αναλαμβάνει κανείς δράση χωρίς να τον προτρέπει κάποιος άλλος.
    • Η πρώτη κίνηση ή η αρχική ενέργεια σε μια διαδικασία ή ένα γεγονός.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η πρωτοβουλία του διευθυντή οδήγησε στην επιτυχία του έργου.
    • Χρειάζεται πρωτοβουλία για να ξεκινήσει η αλλαγή.
    2