1. Λέξη
    πρωτοβλέπω (ρήμα) - (παρόμοια: προβλέπω - πρωτοβουλία)
  2. Συνώνυμα
    • πρωτοεμφανίζω
    • πρωτοβλέπομαι
    2
  3. Αντώνυμα
    • επαναλαμβάνω
    • ξαναβλέπω
    2
  4. Ορισμός
    • Βλέπω κάτι για πρώτη φορά.
    • Εμφανίζομαι ή γίνομαι ορατός για πρώτη φορά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρωτοείδα αυτό το είδος λουλουδιού στον κήπο μου φέτος.
    • Η νέα ταινία πρωτοβλέπεται στο φετινό φεστιβάλ κινηματογράφου.
    2