Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρωτοβλέπω (ρήμα) - (παρόμοια:
προβλέπω
-
πρωτοβουλία
)
Συνώνυμα
πρωτοεμφανίζω
πρωτοβλέπομαι
2
Αντώνυμα
επαναλαμβάνω
ξαναβλέπω
2
Ορισμός
Βλέπω κάτι για πρώτη φορά.
Εμφανίζομαι ή γίνομαι ορατός για πρώτη φορά.
2
Παραδείγματα
Πρωτοείδα αυτό το είδος λουλουδιού στον κήπο μου φέτος.
Η νέα ταινία πρωτοβλέπεται στο φετινό φεστιβάλ κινηματογράφου.
2