Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρωτοετής (επίθετο) - (παρόμοια:
πρωτοφανής
-
πρωταθλητής
)
Συνώνυμα
νεοεισερχόμενος
πρώτου έτους
2
Αντώνυμα
τελειόφοιτος
αποφοιτημένος
2
Ορισμός
που αφορά κάποιον που βρίσκεται στο πρώτο έτος σπουδών σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα
που ανήκει ή σχετίζεται με το πρώτο έτος μιας φοίτησης
2
Παραδείγματα
Ο πρωτοετής φοιτητής ήταν ενθουσιασμένος με την πρώτη του μέρα στο πανεπιστήμιο.
Η πρωτοετής φοιτήτρια έπρεπε να προσαρμοστεί στη νέα της ρουτίνα.
2