1. Λέξη
    πρωτοετής (επίθετο) - (παρόμοια: πρωτοφανής - πρωταθλητής)
  2. Συνώνυμα
    • νεοεισερχόμενος
    • πρώτου έτους
    2
  3. Αντώνυμα
    • τελειόφοιτος
    • αποφοιτημένος
    2
  4. Ορισμός
    • που αφορά κάποιον που βρίσκεται στο πρώτο έτος σπουδών σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα
    • που ανήκει ή σχετίζεται με το πρώτο έτος μιας φοίτησης
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πρωτοετής φοιτητής ήταν ενθουσιασμένος με την πρώτη του μέρα στο πανεπιστήμιο.
    • Η πρωτοετής φοιτήτρια έπρεπε να προσαρμοστεί στη νέα της ρουτίνα.
    2