Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρόθυμος (επίθετο) - (παρόμοια:
απρόθυμος
-
πρόθυμα
-
λιπόθυμος
)
Συνώνυμα
έτοιμος
διατεθειμένος
προετοιμασμένος
3
Αντώνυμα
απρόθυμος
διστακτικός
απροετοίμαστος
3
Ορισμός
Εκείνος που είναι έτοιμος και πρόθυμος να κάνει κάτι.
Εκείνος που δείχνει διάθεση και ενθουσιασμό για να αναλάβει μια δραστηριότητα ή εργασία.
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει τους φίλους του.
Η Μαρία είναι πάντα πρόθυμη να συμμετάσχει σε νέες πρωτοβουλίες.
2