Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πυκνά (επίρρημα) - (παρόμοια:
πυκνός
)
Συνώνυμα
συχνά
διαρκώς
συνεχώς
3
Αντώνυμα
σπάνια
αραιά
2
Ορισμός
Με συχνότητα ή με μικρά διαστήματα.
Με πυκνότητα, χωρίς κενά.
2
Παραδείγματα
Βρέχει πυκνά αυτόν τον μήνα.
Τα δέντρα φυτεύτηκαν πυκνά στο πάρκο.
2