Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πυκνός (επίθετο) - (παρόμοια:
πυκνά
-
πυκνότητα
)
Συνώνυμα
συμπαγής
στερεός
πυκνωμένος
3
Αντώνυμα
αραιός
αραιωμένος
διάσπαρτος
3
Ορισμός
που έχει μεγάλη πυκνότητα, που είναι συμπαγής και στερεός
που είναι γεμάτος ή γερός σε δομή
που εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα ή ένταση
3
Παραδείγματα
Το δάσος ήταν πολύ πυκνό και δύσβατο.
Η πυκνή ομίχλη έκανε την οδήγηση επικίνδυνη.
Ο πυκνός πληθυσμός της πόλης δημιουργεί προβλήματα κυκλοφορίας.
3