Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πυροσβεστήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πυροσβεστική
-
πυροσβεστικός
)
Συνώνυμα
πυροσβεστικό
συσκευή πυρόσβεσης
2
Αντώνυμα
πυροβόλο
πυρκαγιά
2
Ορισμός
Μια συσκευή που χρησιμοποιείται για την κατάσβεση πυρκαγιάς.
Εξάρτημα ασφαλείας που περιέχει χημικά ή άλλα υλικά για τον έλεγχο της φωτιάς.
2
Παραδείγματα
Ο πυροσβεστήρας στο γραφείο πρέπει να ελέγχεται τακτικά.
Χρησιμοποίησαν τον πυροσβεστήρα για να σβήσουν τη μικρή φωτιά στην κουζίνα.
2