1. Λέξη
    πυροσβεστήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πυροσβεστική - πυροσβεστικός)
  2. Συνώνυμα
    • πυροσβεστικό
    • συσκευή πυρόσβεσης
    2
  3. Αντώνυμα
    • πυροβόλο
    • πυρκαγιά
    2
  4. Ορισμός
    • Μια συσκευή που χρησιμοποιείται για την κατάσβεση πυρκαγιάς.
    • Εξάρτημα ασφαλείας που περιέχει χημικά ή άλλα υλικά για τον έλεγχο της φωτιάς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πυροσβεστήρας στο γραφείο πρέπει να ελέγχεται τακτικά.
    • Χρησιμοποίησαν τον πυροσβεστήρα για να σβήσουν τη μικρή φωτιά στην κουζίνα.
    2