Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πυροσβεστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
πυροσβεστική
-
πυροσβεστήρας
-
πιεστικός
)
Συνώνυμα
πυρασφάλειας
πυρόσβεσης
2
Αντώνυμα
πυρκαγιάς
φωτιάς
2
Ορισμός
Σχετικός με την πρόληψη ή την καταπολέμηση πυρκαγιών.
Αφορά εξοπλισμό, μέσα ή υπηρεσίες που σχετίζονται με την πυρόσβεση.
2
Παραδείγματα
Ο πυροσβεστικός στρατός ανταποκρίθηκε άμεσα στην έκτακτη ανάγκη.
Το κτίριο πληροί όλες τις πυροσβεστικές απαιτήσεις ασφαλείας.
2