Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ρέψιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ράψιμο
-
κλέψιμο
)
Συνώνυμα
εμετός
ξέρασμα
αναγούλα
3
Αντώνυμα
κατάποση
καταβρόχθιση
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρεύομαι, δηλαδή της εκούσιας ή ακούσιας εκροής περιεχομένου του στομάχου από το στόμα.
Συχνά συνδέεται με ασθένεια, δηλητηρίαση ή αηδία.
2
Παραδείγματα
Μετά το άσχημο φαγητό, ακολούθησε έντονο ρέψιμο.
Το ρέψιμο μπορεί να είναι σύμπτωμα γαστρεντερίτιδας.
2