1. Λέξη
    ρέψιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ράψιμο - κλέψιμο)
  2. Συνώνυμα
    • εμετός
    • ξέρασμα
    • αναγούλα
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατάποση
    • καταβρόχθιση
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρεύομαι, δηλαδή της εκούσιας ή ακούσιας εκροής περιεχομένου του στομάχου από το στόμα.
    • Συχνά συνδέεται με ασθένεια, δηλητηρίαση ή αηδία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά το άσχημο φαγητό, ακολούθησε έντονο ρέψιμο.
    • Το ρέψιμο μπορεί να είναι σύμπτωμα γαστρεντερίτιδας.
    2