1. Λέξη
    ραπτική (ουσιαστικό) - (παρόμοια: οπτική)
  2. Συνώνυμα
    • κεντήματα
    • ράψιμο
    • βελονιά
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεράψιμο
    • αποσύνθεση
    2
  4. Ορισμός
    • Η τέχνη ή η διαδικασία του ραψίματος υφασμάτων ή άλλων υλικών με βελόνα και κλωστή.
    • Ο κλάδος της βιοτεχνίας που ασχολείται με την κατασκευή και την επισκευή ενδυμάτων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γιαγιά μου ασχολείται με τη ραπτική και φτιάχνει όλα τα ρούχα της.
    • Στο εργαστήριο ραπτικής μας έμαθαν πώς να ράβουμε ένα κουμπί.
    2