Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ραπτική (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
οπτική
)
Συνώνυμα
κεντήματα
ράψιμο
βελονιά
3
Αντώνυμα
ξεράψιμο
αποσύνθεση
2
Ορισμός
Η τέχνη ή η διαδικασία του ραψίματος υφασμάτων ή άλλων υλικών με βελόνα και κλωστή.
Ο κλάδος της βιοτεχνίας που ασχολείται με την κατασκευή και την επισκευή ενδυμάτων.
2
Παραδείγματα
Η γιαγιά μου ασχολείται με τη ραπτική και φτιάχνει όλα τα ρούχα της.
Στο εργαστήριο ραπτικής μας έμαθαν πώς να ράβουμε ένα κουμπί.
2