1. Λέξη
    ρατσιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ρατσιστικός - ρατσισμός)
  2. Συνώνυμα
    • ξενόφοβος
    • διακριτικός
    • προκατειλημμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αντιρατσιστής
    • ανεκτικός
    • ανοιχτόμυαλος
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που εκδηλώνει ρατσισμό, δηλαδή διακρίσεις ή εχθρότητα απέναντι σε άτομα ή ομάδες λόγω φυλετικών, εθνικών ή πολιτισμικών διαφορών.
    • Άτομο που πιστεύει στη βιολογική ή πολιτιστική ανωτερότητα μιας φυλής έναντι άλλων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ρατσιστής αρνήθηκε να εξυπηρετήσει τον πελάτη λόγω της εθνικότητάς του.
    • Οι απόψεις του ρατσιστή προκάλεσαν αντιδράσεις στην κοινωνία.
    2