Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ρατσιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ρατσιστικός
-
ρατσισμός
)
Συνώνυμα
ξενόφοβος
διακριτικός
προκατειλημμένος
3
Αντώνυμα
αντιρατσιστής
ανεκτικός
ανοιχτόμυαλος
3
Ορισμός
Πρόσωπο που εκδηλώνει ρατσισμό, δηλαδή διακρίσεις ή εχθρότητα απέναντι σε άτομα ή ομάδες λόγω φυλετικών, εθνικών ή πολιτισμικών διαφορών.
Άτομο που πιστεύει στη βιολογική ή πολιτιστική ανωτερότητα μιας φυλής έναντι άλλων.
2
Παραδείγματα
Ο ρατσιστής αρνήθηκε να εξυπηρετήσει τον πελάτη λόγω της εθνικότητάς του.
Οι απόψεις του ρατσιστή προκάλεσαν αντιδράσεις στην κοινωνία.
2