Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ρατσιστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ρατσισμός
-
ρατσιστής
-
ρεαλιστικός
-
οριστικός
-
εθιστικός
-
πειστικός
-
ολιστικός
-
αποφασιστικός
-
ναζιστικός
-
σεξιστικός
-
εγωιστικός
-
λογιστικός
-
χαριστικός
)
Συνώνυμα
εθνικιστικός
ξενοφοβικός
διακριτικός
3
Αντώνυμα
αντιρατσιστικός
ανοικτόμυαλος
ανεκτικός
3
Ορισμός
Που σχετίζεται με τον ρατσισμό ή τον προκαλεί.
Που εκφράζει ή ενθαρρύνει διακρίσεις βάσει φυλετικών ή εθνικών χαρακτηριστικών.
2
Παραδείγματα
Οι ρατσιστικές απόψεις του προκάλεσαν αντιδράσεις.
Η ρατσιστική συμπεριφορά απαγορεύεται από το νόμο.
2