1. Λέξη
    ρισκάρω (ρήμα) - (παρόμοια: ρισκάρουμε - ροκάρω)
  2. Συνώνυμα
    • τολμώ
    • διακινδυνεύω
    • παίρνω ρίσκο
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποφεύγω
    • προφυλάσσομαι
    • διατηρώ την ασφάλεια
    3
  4. Ορισμός
    • Εκθέτω τον εαυτό μου σε κίνδυνο ή αβεβαιότητα.
    • Παίρνω μια ενέργεια χωρίς να είμαι σίγουρος για το αποτέλεσμα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αποφάσισε να ρισκάρω και να επενδύσει σε αυτή τη νέα επιχείρηση.
    • Δεν θέλω να ρισκάρω να χάσω τη δουλειά μου.
    2