Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ρισκάρω (ρήμα) - (παρόμοια:
ρισκάρουμε
-
ροκάρω
)
Συνώνυμα
τολμώ
διακινδυνεύω
παίρνω ρίσκο
3
Αντώνυμα
αποφεύγω
προφυλάσσομαι
διατηρώ την ασφάλεια
3
Ορισμός
Εκθέτω τον εαυτό μου σε κίνδυνο ή αβεβαιότητα.
Παίρνω μια ενέργεια χωρίς να είμαι σίγουρος για το αποτέλεσμα.
2
Παραδείγματα
Αποφάσισε να ρισκάρω και να επενδύσει σε αυτή τη νέα επιχείρηση.
Δεν θέλω να ρισκάρω να χάσω τη δουλειά μου.
2