1. Λέξη
    σοκάρω (ρήμα) - (παρόμοια: ροκάρω - σοκάκι - σοκ - σουτάρω)
  2. Συνώνυμα
    • κρύβομαι
    • κλέβομαι
    • ξεγλιστρώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • εμφανίζομαι
    • εξέρχομαι
    • αποκαλύπτομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Κρύβομαι ή αποφεύγω να με δουν, συνήθως για να αποφύγω κάποια υποχρέωση ή καταστολή.
    • Κάνω κάτι κρυφά ή χωρίς να το παρατηρούν οι άλλοι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Σοκάρω πίσω από τα δέντρα για να μη με δει ο δάσκαλος.
    • Τα παιδιά σοκάραν από το δωμάτιο όταν άκουσαν τους γονείς τους.
    2