Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σοκάρω (ρήμα) - (παρόμοια:
ροκάρω
-
σοκάκι
-
σοκ
-
σουτάρω
)
Συνώνυμα
κρύβομαι
κλέβομαι
ξεγλιστρώ
3
Αντώνυμα
εμφανίζομαι
εξέρχομαι
αποκαλύπτομαι
3
Ορισμός
Κρύβομαι ή αποφεύγω να με δουν, συνήθως για να αποφύγω κάποια υποχρέωση ή καταστολή.
Κάνω κάτι κρυφά ή χωρίς να το παρατηρούν οι άλλοι.
2
Παραδείγματα
Σοκάρω πίσω από τα δέντρα για να μη με δει ο δάσκαλος.
Τα παιδιά σοκάραν από το δωμάτιο όταν άκουσαν τους γονείς τους.
2