1. Λέξη
    ροπή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τροπή)
  2. Συνώνυμα
    • τάση
    • προδιάθεση
    • κλίση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποτροπή
    • αντιπάθεια
    2
  4. Ορισμός
    • Η τάση ή η προδιάθεση που έχει κάποιος να ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο.
    • Στη φυσική, το μέγεθος που εκφράζει την ικανότητα μιας δύναμης να προκαλέσει περιστροφή ενός σώματος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έχει ροπή προς τη μουσική από μικρή ηλικία.
    • Η ροπή της δύναμης υπολογίζεται ως το γινόμενο της δύναμης επί την απόσταση από τον άξονα περιστροφής.
    2