Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ροπή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τροπή
)
Συνώνυμα
τάση
προδιάθεση
κλίση
3
Αντώνυμα
αποτροπή
αντιπάθεια
2
Ορισμός
Η τάση ή η προδιάθεση που έχει κάποιος να ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο.
Στη φυσική, το μέγεθος που εκφράζει την ικανότητα μιας δύναμης να προκαλέσει περιστροφή ενός σώματος.
2
Παραδείγματα
Έχει ροπή προς τη μουσική από μικρή ηλικία.
Η ροπή της δύναμης υπολογίζεται ως το γινόμενο της δύναμης επί την απόσταση από τον άξονα περιστροφής.
2