Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τροπή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ντροπή
-
τροπική
-
εκτροπή
-
τρου
-
τρολ
-
ροπή
-
επιτροπή
-
τροποποιώ
-
υποτροπή
-
ανατροπή
-
τροπικός
)
Συνώνυμα
στροφή
μεταβολή
αλλαγή
3
Αντώνυμα
σταθερότητα
αμεταβλητότητα
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να στρέφεται κάτι ή κάποιος.
Μια σημαντική αλλαγή στην πορεία ή στην κατάσταση ενός πράγματος.
Στη φυσική, η μεταβολή της ταχύτητας ενός σώματος ως προς το μέτρο ή την κατεύθυνση.
3
Παραδείγματα
Η τροπή του αυτοκινήτου ήταν απότομη και απρόσμενη.
Η τροπή των γεγονότων μας έκανε να αλλάξουμε γνώμη.
Στη μηχανική, η τροπή της ταχύτητας μετράται σε m/s².
3