Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ρόμπα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τρόμπα
-
ρόμπιν
-
ρόμπινς
-
ρόμα
-
ρόμπερτς
)
Συνώνυμα
φόρεμα
ενδυμασία
στολή
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Είδος ρούχου, συνήθως γυναικείου, που φοριέται πάνω από άλλα ρούχα για ειδικές περιστάσεις.
Μακρύ ένδυμα που φοριέται από γιατρούς ή επιστήμονες σε εργαστήρια.
2
Παραδείγματα
Η νύφη φόρεσε μια λευκή ρόμπα για τον γάμο της.
Ο γιατρός φορούσε μια άσπρη ρόμπα όταν εξέταζε τους ασθενείς.
2