Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρόμπα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ρόμπα
-
τρόμος
)
Συνώνυμα
μπάλα
σφαίρα
μπουντούλα
3
Αντώνυμα
επίπεδη επιφάνεια
τετράγωνο
2
Ορισμός
Σφαιρικό αντικείμενο που χρησιμοποιείται σε διάφορα παιχνίδια ή αθλήματα.
Μεταφορικά, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι αδέξιος ή ανίκανος.
2
Παραδείγματα
Ο παίκτης κλώτσησε την τρόμπα και σκόραρε γκολ.
Μην του αναθέσεις αυτή τη δουλειά, είναι μεγάλη τρόμπα.
2