Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σέρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σέρι
-
σπέρα
-
σέριλ
-
σιέρα
-
σέρνω
)
Συνώνυμα
βροχή
υγρασία
ζάλη
3
Αντώνυμα
ξηρασία
ανομβρία
2
Ορισμός
Η ελαφριά βροχή που πέφτει με μικρές σταγόνες.
Μια ελαφριά κατακρήμνιση νερού.
2
Παραδείγματα
Το πρωί είχε μια ελαφριά σέρα που έκανε τον αέρα δροσερό.
Η σέρα έδωσε μια γλύκα στα φυτά του κήπου.
2