Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σέρνω (ρήμα) - (παρόμοια:
σπέρνω
-
σέρα
-
σέρι
-
σέρνομαι
)
Συνώνυμα
τραβώ
σύρω
οδηγώ με βία
3
Αντώνυμα
σπρώχνω
ωθώ
προωθώ
3
Ορισμός
να μετακινώ κάτι ή κάποιον με δύναμη, συχνά με δυσκολία
να κινούμαι αργά ή με δυσκολία
να προκαλώ κάποιον να κινηθεί ή να ενεργήσει με βία ή πίεση
3
Παραδείγματα
Σέρνει το τραπέζι στο άλλο δωμάτιο.
Ο γέρος σέρνεται στον δρόμο.
Οι αστυνομικοί έσερναν τον κρατούμενο στο τμήμα.
3