1. Λέξη
    σέρνω (ρήμα) - (παρόμοια: σπέρνω - σέρα - σέρι - σέρνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • τραβώ
    • σύρω
    • οδηγώ με βία
    3
  3. Αντώνυμα
    • σπρώχνω
    • ωθώ
    • προωθώ
    3
  4. Ορισμός
    • να μετακινώ κάτι ή κάποιον με δύναμη, συχνά με δυσκολία
    • να κινούμαι αργά ή με δυσκολία
    • να προκαλώ κάποιον να κινηθεί ή να ενεργήσει με βία ή πίεση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Σέρνει το τραπέζι στο άλλο δωμάτιο.
    • Ο γέρος σέρνεται στον δρόμο.
    • Οι αστυνομικοί έσερναν τον κρατούμενο στο τμήμα.
    3