1. Λέξη
    σακάτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σακάκι)
  2. Συνώνυμα
    • κλέφτης
    • ληστής
    • απατεώνας
    3
  3. Αντώνυμα
    • έντιμος
    • ειλικρινής
    • καλόβολος
    3
  4. Ορισμός
    • Άτομο που κλέβει ή εξαπατά άλλους, συνήθως με δόλο ή πονηριά.
    • Παραδοσιακά, ο σακάτης αναφέρεται σε κλέφτη που δρα κυρίως σε αγροτικές περιοχές.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο σακάτης κρύφτηκε στο σκοτάδι και περιέμενε τη σωστή στιγμή για να κλέψει τα προβάτα.
    • Μην εμπιστευτείς αυτόν τον τύπο, είναι γνωστός σακάτης.
    2