Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σακάτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σακάκι
)
Συνώνυμα
κλέφτης
ληστής
απατεώνας
3
Αντώνυμα
έντιμος
ειλικρινής
καλόβολος
3
Ορισμός
Άτομο που κλέβει ή εξαπατά άλλους, συνήθως με δόλο ή πονηριά.
Παραδοσιακά, ο σακάτης αναφέρεται σε κλέφτη που δρα κυρίως σε αγροτικές περιοχές.
2
Παραδείγματα
Ο σακάτης κρύφτηκε στο σκοτάδι και περιέμενε τη σωστή στιγμή για να κλέψει τα προβάτα.
Μην εμπιστευτείς αυτόν τον τύπο, είναι γνωστός σακάτης.
2