1. Λέξη
    σαλπάρω (ρήμα) - (παρόμοια: σαλπάρουμε - σαλτάρω)
  2. Συνώνυμα
    • πλέω
    • κινώ
    • ταξιδεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακινητοποιούμαι
    • σταματώ
    2
  4. Ορισμός
    • κινώ ένα πλοίο ή σκάφος στο νερό
    • ταξιδεύω με πλοίο
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το πλοίο σαλπάρισε από το λιμάνι το πρωί.
    • Θα σαλπάρουμε για τα νησιά αύριο.
    2