1. Λέξη
    σαλτάρω (ρήμα) - (παρόμοια: σαλπάρω - σαμποτάρω)
  2. Συνώνυμα
    • πηδώ
    • πετάγομαι
    • χοροπηδώ
    • αναπηδώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • καθόμαι
    • ακινητώ
    • μειώνω την ταχύτητα
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω απότομη κίνηση προς τα πάνω ή προς τα εμπρός, συχνά με δύναμη.
    • Να ανεβαίνω ή να μετακινούμαι γρήγορα και απότομα.
    • Να εκτελώ άλματα, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο γάτος σαλτάρει πάνω από τον φράχτη.
    • Ο δρομέας σαλτάρει από τη γραμμή εκκίνησης.
    • Οι τιμές των μετοχών σαλτάρουν μετά την ανακοίνωση των κερδών.
    3