Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σαλτάρω (ρήμα) - (παρόμοια:
σαλπάρω
-
σαμποτάρω
)
Συνώνυμα
πηδώ
πετάγομαι
χοροπηδώ
αναπηδώ
4
Αντώνυμα
καθόμαι
ακινητώ
μειώνω την ταχύτητα
3
Ορισμός
Να κάνω απότομη κίνηση προς τα πάνω ή προς τα εμπρός, συχνά με δύναμη.
Να ανεβαίνω ή να μετακινούμαι γρήγορα και απότομα.
Να εκτελώ άλματα, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά.
3
Παραδείγματα
Ο γάτος σαλτάρει πάνω από τον φράχτη.
Ο δρομέας σαλτάρει από τη γραμμή εκκίνησης.
Οι τιμές των μετοχών σαλτάρουν μετά την ανακοίνωση των κερδών.
3