Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σαμποτάζ (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σαμποτάρω
-
σαμποτέρ
-
σαμπουάν
)
Συνώνυμα
καταστροφή
εμπλοκή
εμπόδιο
3
Αντώνυμα
επισκευή
συντήρηση
βοήθεια
3
Ορισμός
Η εσκεμμένη καταστροφή ή βλάβη εξοπλισμού, εγκαταστάσεων ή διαδικασιών με σκοπό την αναστάτωση ή την αποδυνάμωση μιας οργάνωσης ή κράτους.
Η ενέργεια που αποσκοπεί στην υπονόμευση μιας προσπάθειας ή δραστηριότητας.
2
Παραδείγματα
Οι εργάτες κατηγορήθηκαν για σαμποτάζ όταν καταστράφηκε το μηχάνημα.
Η κυβέρνηση ανέφερε πιθανές πράξεις σαμποτάζ εναντίον της οικονομίας.
2