1. Λέξη
    σαμποτάζ (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σαμποτάρω - σαμποτέρ - σαμπουάν)
  2. Συνώνυμα
    • καταστροφή
    • εμπλοκή
    • εμπόδιο
    3
  3. Αντώνυμα
    • επισκευή
    • συντήρηση
    • βοήθεια
    3
  4. Ορισμός
    • Η εσκεμμένη καταστροφή ή βλάβη εξοπλισμού, εγκαταστάσεων ή διαδικασιών με σκοπό την αναστάτωση ή την αποδυνάμωση μιας οργάνωσης ή κράτους.
    • Η ενέργεια που αποσκοπεί στην υπονόμευση μιας προσπάθειας ή δραστηριότητας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι εργάτες κατηγορήθηκαν για σαμποτάζ όταν καταστράφηκε το μηχάνημα.
    • Η κυβέρνηση ανέφερε πιθανές πράξεις σαμποτάζ εναντίον της οικονομίας.
    2