1. Λέξη
    σαμποτέρ (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σαμποτάζ - σαμποτάρω - σαμπουάν)
  2. Συνώνυμα
    • καταστροφέας
    • εμπρηστής
    • διαστροφέας
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατασκευαστής
    • δημιουργός
    • συντηρητής
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που εκτελεί σαμποτάζ, δηλαδή καταστρέφει ή βλάπτει σκόπιμα εγκαταστάσεις, εξοπλισμό ή διαδικασίες.
    • Μέλος οργάνωσης που εμπλέκεται σε πράξεις σαμποτάζ κατά του εχθρού σε καιρό πολέμου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο σαμποτέρ προσπάθησε να καταστρέψει τη γέφυρα για να εμποδίσει την προέλαση του εχθρού.
    • Η αστυνομία συνέλαβε τον σαμποτέρ που έβαλε φωτιά στο εργοστάσιο.
    2