Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σαμποτέρ (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σαμποτάζ
-
σαμποτάρω
-
σαμπουάν
)
Συνώνυμα
καταστροφέας
εμπρηστής
διαστροφέας
3
Αντώνυμα
κατασκευαστής
δημιουργός
συντηρητής
3
Ορισμός
Πρόσωπο που εκτελεί σαμποτάζ, δηλαδή καταστρέφει ή βλάπτει σκόπιμα εγκαταστάσεις, εξοπλισμό ή διαδικασίες.
Μέλος οργάνωσης που εμπλέκεται σε πράξεις σαμποτάζ κατά του εχθρού σε καιρό πολέμου.
2
Παραδείγματα
Ο σαμποτέρ προσπάθησε να καταστρέψει τη γέφυρα για να εμποδίσει την προέλαση του εχθρού.
Η αστυνομία συνέλαβε τον σαμποτέρ που έβαλε φωτιά στο εργοστάσιο.
2