Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σειριακός (επίθετο) - (παρόμοια:
σεληνιακός
-
μοριακός
)
Συνώνυμα
διαδοχικός
επαναλαμβανόμενος
διαδοχικός
3
Αντώνυμα
μοναδικός
ασυνήθιστος
απρόβλεπτος
3
Ορισμός
Που ακολουθεί μια συγκεκριμένη σειρά ή τάξη.
Που επαναλαμβάνεται με κανονικό τρόπο.
Που αναφέρεται σε μια σειρά από γεγονότα ή αντικείμενα.
3
Παραδείγματα
Η σειριακή παραγωγή του προϊόντος ξεκίνησε τον περασμένο μήνα.
Ο σειριακός δολοφόνος τρομοκρατούσε την πόλη για μήνες.
Μια σειριακή σύνδεση υπολογιστών επιτρέπει τη μεταφορά δεδομένων.
3