1. Λέξη
    σειριακός (επίθετο) - (παρόμοια: σεληνιακός - μοριακός)
  2. Συνώνυμα
    • διαδοχικός
    • επαναλαμβανόμενος
    • διαδοχικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • μοναδικός
    • ασυνήθιστος
    • απρόβλεπτος
    3
  4. Ορισμός
    • Που ακολουθεί μια συγκεκριμένη σειρά ή τάξη.
    • Που επαναλαμβάνεται με κανονικό τρόπο.
    • Που αναφέρεται σε μια σειρά από γεγονότα ή αντικείμενα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η σειριακή παραγωγή του προϊόντος ξεκίνησε τον περασμένο μήνα.
    • Ο σειριακός δολοφόνος τρομοκρατούσε την πόλη για μήνες.
    • Μια σειριακή σύνδεση υπολογιστών επιτρέπει τη μεταφορά δεδομένων.
    3