Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μοριακός (επίθετο) - (παρόμοια:
μανιακός
-
σειριακός
-
πληροφοριακός
-
κυκλοφοριακός
)
Συνώνυμα
ατομικός
μικροσκοπικός
σωματιδιακός
3
Αντώνυμα
μακροσκοπικός
ογκώδης
ολικός
3
Ορισμός
Σχετικός με τα μόρια ή την δομή τους.
Που αναφέρεται σε πολύ μικρές οντότητες ή μεγέθη.
2
Παραδείγματα
Η μοριακή δομή του νερού είναι γνωστή.
Μελετάμε τη μοριακή βιολογία.
2