1. Λέξη
    μοριακός (επίθετο) - (παρόμοια: μανιακός - σειριακός - πληροφοριακός - κυκλοφοριακός)
  2. Συνώνυμα
    • ατομικός
    • μικροσκοπικός
    • σωματιδιακός
    3
  3. Αντώνυμα
    • μακροσκοπικός
    • ογκώδης
    • ολικός
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με τα μόρια ή την δομή τους.
    • Που αναφέρεται σε πολύ μικρές οντότητες ή μεγέθη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μοριακή δομή του νερού είναι γνωστή.
    • Μελετάμε τη μοριακή βιολογία.
    2