1. Λέξη
    σεισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σεισμικός - σεβασμός - εγκλεισμός)
  2. Συνώνυμα
    • δονητής
    • τρεμούλα
    • δόνηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταθερότητα
    • ηρεμία
    2
  4. Ορισμός
    • Μια ξαφνική και βίαιη κίνηση της γης, που προκαλείται από την απελευθέρωση ενέργειας στο εσωτερικό της.
    • Μια μεγάλη αναταραχή ή αναστάτωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο σεισμός στην Αθήνα το 1999 προκάλεσε μεγάλες ζημιές.
    • Η πολιτική κρίση δημιούργησε έναν σεισμό στη χώρα.
    2