Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σεισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σεισμικός
-
σεβασμός
-
εγκλεισμός
)
Συνώνυμα
δονητής
τρεμούλα
δόνηση
3
Αντώνυμα
σταθερότητα
ηρεμία
2
Ορισμός
Μια ξαφνική και βίαιη κίνηση της γης, που προκαλείται από την απελευθέρωση ενέργειας στο εσωτερικό της.
Μια μεγάλη αναταραχή ή αναστάτωση.
2
Παραδείγματα
Ο σεισμός στην Αθήνα το 1999 προκάλεσε μεγάλες ζημιές.
Η πολιτική κρίση δημιούργησε έναν σεισμό στη χώρα.
2