1. Λέξη
    σεισμικός (επίθετο) - (παρόμοια: σεισμός - κοσμικός)
  2. Συνώνυμα
    • σεισμογενής
    • σεισμώδης
    2
  3. Αντώνυμα
    • ασείστος
    • σταθερός
    2
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με σεισμό ή προκαλούμενος από αυτόν.
    • Που χαρακτηρίζεται από σεισμική δραστηριότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η περιοχή αυτή είναι γνωστή για την σεισμική της δραστηριότητα.
    • Οι σεισμικές δονήσεις προκάλεσαν ζημιές στα κτίρια.
    2