Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σεισμικός (επίθετο) - (παρόμοια:
σεισμός
-
κοσμικός
)
Συνώνυμα
σεισμογενής
σεισμώδης
2
Αντώνυμα
ασείστος
σταθερός
2
Ορισμός
Σχετικός με σεισμό ή προκαλούμενος από αυτόν.
Που χαρακτηρίζεται από σεισμική δραστηριότητα.
2
Παραδείγματα
Η περιοχή αυτή είναι γνωστή για την σεισμική της δραστηριότητα.
Οι σεισμικές δονήσεις προκάλεσαν ζημιές στα κτίρια.
2